δασοσκεπής

δασοσκεπής
-ές
ο δασοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -σκεπής < σκέπας / σκέπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, δασοσκέπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλσοβριθής — ές αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + βριθής < βρίθω] …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δρυμώδης — ες (AM δρυμώδης, ες) (για τόπο) δασώδης, δασοσκεπής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”